Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τὰ δεσποτῶν

См. также в других словарях:

  • δεσποτῶν — δεσπότης master masc gen pl δεσποτέω to be despotically ruled pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού …   Dictionary of Greek

  • господь — ГОСПОД|Ь (7000), И с. 1. Владелец, хозяин: рабы же ѿ господии ѿбѣгающе. готово приимати (δεσποτῶν) КЕ XII, 262б; Приводити рабы въ причетъ без волѩ г҃диі своіхъ не повелѣваемъ. КР 1284, 49в; ѡц҃и дѣтии ради не || томѩть(с), ни сн҃ве ѡц҃ь ради,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • владыка — ВЛАДЫК|А (889), Ы с. 1.Владыка, господин, хозяин: Ти ˫ако же вл҃дка стадоу (ὁ δεσπότης) Изб 1076, 123 об.; о посагаюштиихъ чрѣсъ волю. родитель своихъ. ли вл҃дкъ. васили˫а правило. (δεσποτῶν) КЕ XII, 8а; ре(ч) бо б҃ъ пр҃ркмь къ людьскымъ вл(д)кмъ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • господа — ГОСПОД|А (41), Ы с. 1.Собир. Владельцы, хозяева: гость бо пришьдъ въ миръ сь. сътьрпить бештьѥ г҃ды || своѥ˫а. по<и>же ѹтро <н>адѣѥть сѩ о(т)ити. Изб 1076, 34 об.–35; то же ЗЦ к. XIV, 70в; Рабовъ въ причьтъ не повелѣваѥмъ приводити.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • BARDI — I. BARDI apud Celtas et Britannos Poerae erant, qui fortia clarorum virorum facta versibus Heroicis celebrabant, dulcibusque lyrae melodiis ad exhilarandos in conviviis virorum animos, decantabant. Unde Lucanus, l. 1. v. 447. Vos quoque qui… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ιάπτω — ἰάπτω (Α) 1. ρίχνω εναντίον, εκσφενδονίζω («τόξοις ἰάπτειν μητέτ εἰς ἡμᾱς βέλη», Αισχύλ.) 2. πλήττω, χτυπώ («πρόσθε πυλᾱν κεφαλὰν ἰάψειν» μπροστά στις πύλες θα χτυπήσει το κεφάλι του, Αισχύλ.) 3. (για όπλο) τραυματίζω, διατρυπώ 4. βλάπτω, ζημιώνω …   Dictionary of Greek

  • μεθάρμοσις — μεθάρμοσις, εως, ἡ (Α) [μεθαρμόττω] μετατροπή, μεταβολή, αλλαγή («καὶ γίνεται μεθάρμοσις δεσποτῶν, οὐκ ἐλευθέρωσις τῶν Ἑλλήνων», Πολ.) …   Dictionary of Greek

  • σφηνώνω — σφηνῶ, όω, ΝΜΑ [σφήν, ηνός] μπήγω σφήνα, στερεώνω με σφήνα νεοελλ. 1. παρεμβάλλω κάτι σφιχτά μεταξύ άλλων 2. (αμτβ.) α) κλείνω ερμητικά («το παράθυρο σφήνωσε από την υγρασία») β) παθαίνω εμπλοκή («το έμβολο σφήνωσε και δεν βγαίνει») μσν. αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»